- ξεζουμίζω
- 1. βγάζω το ζουμί από κάτι πιέζοντας το, στίβω («ξεζουμίζω το πορτοκάλι»)2. (σχετικά με φαγητό) αλλάζω το νερό, ξενερίζω («ξεζούμισα τα φασόλια»)3. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά και σωματικά κατά κόρον4. (για γυναίκα) εξαντλώ κάποιον σωματικά λόγω τών υπερβολικών σεξουαλικών μου ορμών5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεζουμισμένος, -η, -οα) αυτός από τον οποίο έχει αποβληθεί ο χυμός, στιμμένοςβ) αυτός που εξαντλεί την πνευματική ή σωματική αντοχή του με σαρκικές ηδονές.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + ζουμί].
Dictionary of Greek. 2013.